- ακόρυφος
- -η, -ο (Α ἀκόρυφος, -ον) [κορυφή]νεοελλ.αυτός που δεν έχει κορυφή ή του έχουν κόψει την κορυφή (ειδικά στα οικόσημα)αρχ.1. αυτός που δεν έχει αρχή«ἀκόρυφος καὶ ἀκατάστροφος» — χωρίς αρχή και τέλος (Διον. Αλ.)2. ο αναρίθμητος.
Dictionary of Greek. 2013.